τασάκι

τασάκι
το, Ν [τάσι]
υποκορ. μικρό δοχείο για τη στάχτη τών τσιγάρων, σταχτοδοχείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • τεφροδοχείο — το, Ν 1. δοχείο στο οποίο φυλάσσεται η τέφρα νεκρού 2. σταχτοδοχείο, τασάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. τεφροδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • σταχτοδοχείο — το μικρό σκεύος για τη στάχτη των τσιγάρων, τασάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεφροδοχείο — το 1. δοχείο όπου τοποθετείται η στάχτη νεκρού. 2. σταχτοδοχείο τσιγάρου, τασάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”